ψόφος

ψόφος
(I)
ο, ΝΜΑ
αμβλύς, υπόκωφος ήχος
νεοελλ.
φρ. «μυϊκός ψόφος»
φυσιολ. ακροαστικό φαινόμενο, αισθητό επάνω από έναν μυ που παρουσιάζει τετανική συστολή
αρχ.
1. ισχυρός θόρυβος, κρότος, πάταγος
2. ήχος μουσικού οργάνου
3. άναρθρος ήχος ζώου
4. (γενικά) ήχος
5. κενή επιδοκιμασία («εὐδοξία ψόφος ἐστὶ μαινομένων ἀνθρώπων», Αρρ.)
6. στον πληθ. οἱ ψόφοι
α) στομφώδεις λέξεις ή φράσεις
β) (σκωπτικά) (για πρόσ.) πομπώδεις τιμητικοί τίτλοι ή πομπώδεις προσωνυμίες
7. φρ. «ψόφου πλέως» — χαρακτηρισμός τού Αισχύλου (Αριστοφ.)
β) «ὁ ψόφος τῶν ῥημάτων» — ο μεγαλόπρεπος τρόπος λεκτικής έκφρασης τού Αισχύλου (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό βλ. λ.].
————————
(II)
ο, Ν
(σχετικά με ζώα και χλευαστ. με πρόσ.) θάνατος
2. (ειδικότερα) θανατηφόρα επιδημία, θανατικό
3. βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Μarsdenia (Cionura) erecta τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών μαρσδένια, αλλ. ψοφιάς
4. ζωολ. γένος ορθόπτερων εντόμων
5. φρ. «κακό ψόφο νά 'χεις»
(ως κατάρα) να βρεις κακό και άσχημο θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ψοφώ*, που ήδη στη Μεσαιωνική χρησιμοποιείται με σημ. «παύω να ζω, ξεψυχώ», κυρίως για ζώα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψόφος — noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόφος — ο 1. θάνατος ζώων: Έχει πέσει μεγάλος ψόφος στα πρόβατά του. 2. φρ., «Kακόν ψόφο να χεις», αποτελεί κατάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψόφοι — ψόφος noise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόφοις — ψόφος noise masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόφοισι — ψόφος noise masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόφον — ψόφος noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόφου — ψόφος noise masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόφους — ψόφος noise masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόφων — ψόφος noise masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόφῳ — ψόφος noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”